πεπηρωμένα

πεπηρωμένα
πηρόω
maim
perf part mp neut nom/voc/acc pl
πεπηρωμένᾱ , πηρόω
maim
perf part mp fem nom/voc/acc dual
πεπηρωμένᾱ , πηρόω
maim
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεπηρωμένας — πεπηρωμένᾱς , πηρόω maim perf part mp fem acc pl πεπηρωμένᾱς , πηρόω maim perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… …   Dictionary of Greek

  • πεπηρωμέναι — πηρόω maim perf part mp fem nom/voc pl πεπηρωμένᾱͅ , πηρόω maim perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”